- νεράιδος
- ο фольк, водяной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νέραϊδος — και νεράιδος, ο (λαογρ.) δαιμόνιο αρσενικό με το οποίο έρχονται σε ερωτική μίξη οι νεράιδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κέφαλ ος, μόσχαρ ος)] … Dictionary of Greek